σφυγμός

σφυγμός
ο, ΝΜΑ [σφύζω]
ρυθμική συστολή και διαστολή τής καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία τού αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.)
νεοελλ.
1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία κάποιου («τού βρήκε τον σφυγμό και τόν κάνει ό,τι θέλει»)
2. φρ. «παίρνω τον σφυγμό» — μετρώ τον αριθμό τών σφύξεων τής καρδιάς ανά λεπτό
αρχ.
1. τρομώδης, παλμική κίνηση τής Γης, δόνηση, σεισμός
2. μτφ. α) έντονη ψυχική κατάσταση («οἷον ἐν σφυγμῷ καὶ διατάσει καὶ ὄγκῳ γενομένης τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
β) νοσώδης έξαψη, ερεθισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σφυγμός — throbbing of inflamed parts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμός — ο 1. ρυθμική κίνηση των τοιχωμάτων των αρτηριών που προκαλείται από τις συστολές της καρδιάς: Διαπιστώθηκε πως ο σφυγμός του ήταν φυσιολογικός. 2. αδύνατο σημείο, ευαίσθητη χορδή κάποιου: Του βρήκε το σφυγμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφυγμός αρτηριακός — (Ιατρ.). Οι παλμοί των αρτηριακών τοιχωμάτων κάτω από την πίεση του συστολικού κύματος του αίματος. Οι παλμοί αυτοί γίνονται με την ψηλάφηση μιας αρτηρίας, κυρίως της κερκιδικής, που είναι αρκετά επιφανειακή στο ύψος του καρπού. Ο αρτηριακός… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμοῖν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοῖς — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοῖσι — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοῖσιν — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοί — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμοῦ — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυγμούς — σφυγμός throbbing of inflamed parts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”